Η διατύπωση και ο σχεδιασμός της προστασίας και ανάδειξης του Τελεστηρίου βασίστηκε στην ανάλυση της οικοδομικής («κατασκευαστική ανάλυση») των δυο βασικών σωζόμενων φάσεων του μνημείου, της Πεισιστράτειας και της Περίκλειας. Η ανάλυση  στηρίχθηκε στη μνημειώδη μελέτη του F. Noack σε συνδυασμό και αντιπαραβολή με την μελέτη της προγενέστερης (Δ. Φίλιος) και της μεταγενέστερης βιβλιογραφίας (κυρίως των Ι. Τραυλού και Κ. Κουρουνιώτη) συμπεριλαμβανομένων και των αντίστοιχων φωτογραφιών και σχεδίων, καθώς και σε νεότερες παρατηρήσεις που έγιναν σε διάφορες θέσεις επί του μνημείου.

Η έμφαση που δόθηκε στη μελέτη του Πεισιστράτειου Τελεστηρίου αιτιολογείται από το γεγονός ότι αποτελεί σημείο αναφοράς, τόσο σε σχέση με τα προηγούμενα Τελεστήρια όσο και, κυρίως, με το μεταγενέστερο Περίκλειο, του οποίου καθόρισε εν πολλοίς τα όρια.

Η εμβάθυνση στην οικοδομική του Πεισιστρατείου Τελεστηρίου, οδήγησε σε καλύτερη αντίληψη των πραγμάτων και άρα στη διατύπωση μιας συγκεκριμένης πρότασης για τη διαχείριση των συγκεκριμένων καταλοίπων. Η πλήρης κάλυψη του Πεισιστρατείου Τελεστηρίου δεν είναι επιθυμητή, όχι μόνο διότι προκύπτουν ζητήματα εφαρμοσιμότητας, αλλά, κυρίως, διότι έτσι θα εξαφανιζόταν η μια από τις δυο θεμελιώδεις σωζόμενες φάσεις του μνημείου. Επιπλέον, η διατήρηση και ανάδειξή της αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη για την κατανόηση των καταλοίπων των παλαιότερων φάσεων, η αποσπασματική διατήρηση των οποίων αποκτά νόημα στον χώρο μόνο μέσα από την ανάδειξη της διαχρονίας.

Κατά συνέπεια, η μελέτη και οι συνακόλουθες επεμβάσεις στο μνημείο στοχεύουν στην ιεραρχημένη ανάδειξη του Πεισιστράτειου Τελεστηρίου και των προγενέστερων αυτού φάσεων του ιερού με τρόπο που να εξασφαλίζεται ότι, αφενός μεν η δομή και μορφή του Περίκλειου Τελεστηρίου παραμένει αντιληπτικά κυρίαρχη και άμεσα κατανοητή, αφετέρου δε η βασική ιστορία του μνημείου παραμένει αναγνώσιμη στον χώρο.