Περιγραφή
Η κύρια Είσοδος του Ιερού της Ελευσίνας βρισκόταν ανέκαθεν στο βόρειο τμήμα του, στην περιοχή την οποία σήμερα οριοθετούν τα δύο Ρωμαϊκά Προπύλαια. Παρά τις μεταβολές που επήλθαν ανά οικοδομική φάση, είναι αξιοσημείωτο ότι για σχεδόν 9 αιώνες (αρχές 5ου αι. π.Χ. έως τέλη 4ου αι. μ.Χ.) το Ιερό διέθετε ουσιαστικά δύο πύλες εισόδου στις ίδιες πάντα θέσεις: i) μια εξωτερική, στη θέση των Μεγάλων Προπυλαίων, και ii) μια εσωτερική, στη θέση των Μικρών Προπυλαίων.
Η οικοδομική ιστορία της περιοχής της Εισόδου συνοψίζεται εν συντομία στα ακόλουθα:
Κατά την Πεισιστράτεια περίοδο, που το Ιερό και η πόλη περικλείσθηκαν εντός ισχυρού αμυντικού τείχους, την κύρια Είσοδο του Ιερού αποτελούσε ο αφανής πλέον Βόρειος Πυλώνας (καλύπτεται από τα Μικρά Προπύλαια). Τη θέση του υπαγορεύουν με σαφήνεια τόσο ο Πύργος Η18 που τον προστάτευε, όσο και η χάραξη της Ιεράς Οδού η οποία διερχόταν από αυτόν οδηγώντας προς το Τελεστήριο. Εξωτερικά του Πυλώνα το Πεισιστράτειο τείχος, καμπτόμενο προς τα ανατολικά, συνέχιζε την πορεία του μέχρι τον γωνιαίο Πύργο Η17 (αφανής καθώς καλύπτεται από τα Μεγάλα Προπύλαια), όπου καμπτόταν εκ νέου κατά περίπου 90° και συνέχιζε προς τα βορειοδυτικά καταλήγοντας στις Άστυδε Πύλες. Στα βορειοδυτικά του Βόρειου Πυλώνα εκτεινόταν ο μεγάλος βοηθητικός χώρος του Ιερού που περιλάμβανε μια σειρά από δημόσια κτίσματα, με πλησιέστερο τον Πεισιστράτειο Σιρό, ο οποίος αποτελούσε χώρο αποθήκευσης των προσφερόμενων στη θεά Δήμητρα πρώτων σιτηρών (των επονομαζόμενων “απαρχών”). Πλησίον της εισόδου του Σιρού ξεκινούσε με βορειοδυτική διεύθυνση η Οδός Ιερού, η οποία τελικά κατέληγε στις Άστυδε Πύλες.
Κατά το πρώτο μισό του 5ου αι. π.Χ. το Ιερό επεκτάθηκε προς τα βορειοανατολικά μέσω της προσθήκης δεύτερου βοηθητικού χώρου, ο οποίος περικλειόταν εντός του νέου εξωτερικού ανατολικού τείχους. Στη συμβολή του νέου αυτού τείχους με το Πεισιστράτειο τείχος (πλησίον του Πύργου Η17) κατασκευάστηκε ο νέος εξωτερικός Βόρειος Πυλώνας, τα ίχνη του οποίου δυστυχώς καλύπτονται ολοσχερώς από τα Μεγάλα Προπύλαια. O παλαιός Βόρειος Πυλώνας εξακολούθησε να υφίσταται παίζοντας πια τον ρόλο της εσωτερικής εισόδου του κυρίως χώρου του Ιερού (Τελεστήριο και Ιερά Αυλή), ο οποίος διαχωριζόταν σαφώς από τους δύο βοηθητικούς χώρους.
Κατά το δεύτερο μισό του 5ου αι. π.Χ., στη θέση του Πεισιστράτειου Βόρειου Πυλώνα ανεγέρθηκε το Πρόπυλο Δήμητρας και Κόρης, το οποίο συνέχισε να αποτελεί τη βασική είσοδο του κατ’ εξοχήν Ιερού, έως ότου αντικαταστάθηκε από τα Μικρά Προπύλαια τον 1ο αι. π.Χ.. Ακόμη και μετά την ανέγερση των Μεγάλων Προπυλαίων στη θέση του εξωτερικού Βόρειου Πυλώνα, τον 2ο αι. μ.Χ., τα Μικρά Προπύλαια παρέμεναν η κύρια πύλη εισόδου προς τον κυρίως χώρο του Ιερού, όπως ακριβώς ίσχυε και για τις δύο προγενέστερες πύλες στην συγκεκριμένη θέση. Η Οδός Ιερού παρέμεινε σε χρήση μέχρι τα τέλη της ρωμαϊκής περιόδου, διατηρώντας σταθερή τη διεύθυνση και το πλάτος της, αλλά με σταδιακά ανυψούμενη στάθμη της επιφάνειας του δαπέδου της.
Στα μέσα του 3ου αι. μ.Χ., κατασκευάστηκε το ισχυρό υστερορωμαϊκό τείχος στη συνέχεια του δυτικού ορίου των Μεγάλων Προπυλαίων (αποκόπτοντας τμήμα του πρώτου βοηθητικού χώρου του Ιερού), και ενισχύθηκε αμυντικά η πρόσοψή τους. Η περιοχή της Εισόδου διατήρησε αυτή τη μορφή μέχρι την οριστική διακοπή της λειτουργίας του Ιερού στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ..

