Στο πλαίσιο της Πράξης, το Υποέργο 2 με τίτλο «Αρχαιολογικές Εργασίες», λειτούργησε ως υποστηρικτικό του Υποέργου 1 και εκτελέστηκε παράλληλα με αυτό.
Το Υποέργο 2 υλοποιήθηκε απολογιστικά και με αυτεπιστασία από την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής και ο προϋπολογισμός του ήταν 316.136,00€.
Για την κάλυψη του αναγκών του πραγματοποιήθηκε η πρόσληψη προσωπικού Ιδιωτικού Δικαίου Ορισμένου Χρόνου, ειδικότητας ΠΕ αρχαιολόγων, ΤΕ διοικητικου-οικονομικού, ΔΕ και ΥΕ εργατοτεχνιτών.
Σε όλη τη χρονική διάρκεια του υποέργου πραγματοποιήθηκαν εργασίες στους τρεις βασικούς τομείς επέμβασης: στο σκάμμα μεταξύ Μεγάλων και Μικρών Προπυλαίων, εντός του Τελεστηρίου και στο Πεισιστράτειο Τείχος.
Σε αρκετές περιπτώσεις πραγματοποιήθηκαν αποχωματώσεις, αρχαιολογικοί καθαρισμοί και ανασκαφικές τομές και σε άλλες περιοχές του αρχαιολογικού χώρου, σύμφωνα με τις ανάγκες του συνολικού έργου.
Στην περιοχή επέμβασης μεταξύ Μεγάλων και Μικρών Προπυλαίων, η οποία ορίζεται στα ανατολικά από το τμήμα Η17-Η18 του Πεισιστράτειου Τείχους, στα δυτικά από το Υστερορωμαϊκό Τείχος, στα νότια από τον Πεισιστράτειο Σιρό και στα βόρεια από την κρηπίδα των Μεγάλων Προπυλαίων, πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένοι αρχαιολογικοί καθαρισμοί και ανασκαφικές εργασίες περιμετρικά των διάσπαρτων, καταχωμένων αρχιτεκτονικών μελών, προκειμένου αυτά να ανελκυστούν και να μετακινηθούν προς διευθέτηση και τοποθέτηση στην επιλεγμένη περιοχή κοντά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου. Το σύνολο των μελών, στην πλειονότητά τους μαρμάρινων, τεκμηριώθηκαν αρχαιολογικά.
Η επικρατέστερη εξήγηση για το πως βρέθηκαν τα μέλη αυτά σε βάθος, δύναται να βασιστεί στις σύντομες αναφορές των πρώτων ανασκαφέων, του Δ. Φίλιου (Πρακτικά Αρχαιολογικής Εταιρείας 1892, σελ.31, 33) και του Κ. Κουρουνιώτη (Αρχαιολογικό Δελτίο 14, 1931-32, σελ.26). Τα συνεργεία του Δ. Φίλιου έσκαψαν την περιοχή αυτή, μεταξύ Μεγάλων και Μικρών Προπυλαίων, «εις το προσήκον βάθος», όπως συνήθιζε να λέει, και συνήθως αυτό σημαίνει ως το βραχώδες υπόστρωμα, και κατόπιν «πλήρωσαν εκ νέου» το σκάμμα με τα μεγάλα μέλη που βρίσκονταν σε σωρούς στην περιοχή των Μεγάλων Προπυλαίων και έπρεπε να απομακρυνθούν για να ξεκαθαρίσει η εικόνα τους. Αυτά πρέπει να έγιναν τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1890. Δυστυχώς για τις εργασίες αυτές δεν υπήρξαν ή δεν σώθηκαν ως εμάς αρχεία, αναφορές ή άλλα τεκμήρια.

Κατά τις ανασκαφικές εργασίες αποκαλύφθηκαν τμήματα τοίχων και κατασκευών που είχαν εντοπιστεί από τους παλαιότερους ανασκαφείς και είχαν διατηρηθεί σε κατάχωση. Εντοπίστηκαν, επίσης, και διερευνήθηκαν άσκαφτες, αδιατάρακτες επιχώσεις με νέα ακίνητα ευρήματα που παρέχουν πολύτιμες πληροφορίες για την οικοδομική ιστορία της περιοχής αυτής.
Ξεκινώντας μία σύντομη περιγραφή των ακίνητων ευρημάτων, από το ψηλότερο επίπεδο, αναφέρουμε τους τοίχους ενός οικοδομήματος των ρωμαϊκών-υστερορωμαϊκών χρόνων που αποκαλύφθηκε στο νοτιοδυτικό τμήμα του χώρου επέμβασης.
Στο μέσο περίπου της δυτικής πλευράς της περιοχής επέμβασης, νέο εύρημα αποτελεί και το Φρεάτιο 2, ένα πηγάδι που χρονολογείται στο τέλος του 5ου αι. π.Χ. Στα ανατολικά του φρεατίου εντοπίστηκαν τα κατάλοιπα από κεραμικό κλίβανο.

Ιδιαίτερα ξεχωριστό εύρημα αποτελεί ο στιβαρός, αναλημματικός Τοίχος 8. Για τον τοίχο αυτό είμαστε σχεδόν σίγουροι ότι τον είχαν εντοπίσει οι παλιοί ανασκαφείς, αλλά δεν έφτασε σε εμάς κάποια πληροφορία. Σώζεται σε μέγιστο μήκος 4,62 μ., με κατεύθυνση Α-Δ. Η βόρεια όψη του παρουσιάζει επιμελημένη τοιχοποιία: οι λίθοι, ελευσινιακοί, έχουν αδρά λαξευτεί σε πολυγωνικό, ορθογώνιο ή τραπεζοειδές σχήμα.

Σε μεγαλύτερο βάθος αποκαλύφθηκαν εκτεταμένα οικοδομικά κατάλοιπα της μυκηναϊκής περιόδου, συγκεκριμένα τμήματα τοίχων ενός κτηρίου.

Ένα ακόμη σημαντικό εύρημα αποτελεί η αποκάλυψη της νότιας θεμελίωσης των Μεγάλων Προπυλαίων, κατασκευασμένης με την τεχνική opus incertum των ρωμαϊκών χρόνων, χυτή δηλαδή κατασκευή με το ισχυρότατο ρωμαϊκό κονίαμα opus caementicium που περιέχει κροκάλες μικρού μεγέθους. Ελάχιστα τμήματα αυτής της θεμελίωσης ήταν ορατά πριν τις τωρινές εργασίες. Σε παλαιότερες έρευνες, ειδικά του Δ. Φίλιου, είχε αποκαλυφθεί ξανά η θεμελίωση, αλλά δεν έχουν καταγραφεί στοιχεία περιγραφής ή τεκμηρίωσης, ούτε κάποια αποτύπωση αυτής της όψης του μνημείου.

Από τα κινητά ευρήματα που συλλέχθηκαν σε όλη την έκταση της περιοχής επέμβασης, κάποια κρίνονται ιδιαίτερα αξιόλογα, όπως το τμήμα μαρμάρινης αναθηματικής επιγραφής. Από τα αρχιτεκτονικά μέλη που ανασύρθηκαν, ενδιαφέρον παρουσιάζουν ένα τμήμα γωνιακού δωρικού επιστυλίου, ένα τμήμα ενεπίγραφου δωρικού επιστυλίου από το εσωτερικό προστώο των Μεγάλων Προπυλαίων με τμήμα της αναθηματικής επιγραφής στον αυτοκράτορα και, τέλος, το τμήμα από το μετάλλιο με την «ενόπλιο εικόνα» (imago clipeata), επίσης από το αέτωμα του εσωτερικού προστώου.


Στην περιοχή επέμβασης του Τελεστηρίου για την εκτέλεση των επειγουσών εργασιών στερέωσης, πραγματοποιήθηκαν ανασκαφικές εργασίες και αρχαιολογικοί καθαρισμοί σε πολλά σημεία, κυρίως, όμως, στο ΒΑ και στο ΝΑ ανοιχτό όρυγμα, όπου σώζονται σημαντικά κατάλοιπα των παλαιότερων οικοδομικών φάσεων του Τελεστηρίου.



Συλλέχθηκε ένας μεγάλος αριθμός μικροευρημάτων, αρχαϊκών κυρίως χρόνων. Πρόκειται για υλικό από τις δύο τελετουργικές πυρές που υπήρχαν στην περιοχή, την Πυρά Α και την Πυρά Β: δεκάδες ειδώλια χειροποίητα, αγγεία μικρά, κοσμήματα, μεταλλικά αντικείμενα κ.ά. που χρονολογούνται στα τέλη του 8ου και στον 7ο αιώνα π.Χ.

Ξεχωριστό εύρημα αποτελεί ο σφραγιδόλιθος που φαίνεται να αναπαριστά φυσιοκρατικά ένα, νεαρό ίσως, άλογο (πάνω από τη ράχη του αποδίδεται εντελώς σχηματικά με ζιγκ-ζαγκ οροσειρά ή βλάστηση). Το περίεργο με αυτό το τεχνούργημα της μικρογλυπτικής είναι, ότι δεν σκαλίστηκε σε ημιπολύτιμο λίθο αλλά σε ένα, μάλλον κοινό, σκούρο γκριζοκύανο βοτσαλάκι με λευκή φλέβωση. Η διάμετρος του είναι 1,2 εκ. και φέρει διαμπερή οπή για την ανάρτηση.

Στην περιοχή επέμβασης του Πεισιστράτειου Τείχους για την τεκμηρίωση του μνημείου και τον καθορισμό των επιτρεπόμενων θέσεων θεμελίωσης των νέων στεγάστρων, πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη αρχαιολογική διερεύνηση και πολλές ανασκαφικές τομές σε διάφορα σημεία, επάνω και εκατέρωθεν του Τείχους.
Το τμήμα της ανωδομής του Τείχους, κατασκευασμένο από ωμόπλινθους, που βρίσκεται ανάμεσα στις ιστάμενες ωμοπλινθοδομές Η23 και Η24, φαίνεται ότι είχε αφαιρεθεί κατά την πρώτη ανασκαφική περίοδο του Δ. Φίλιου, όπως μπορεί να συμπεράνει κάποιος από τις δύο πρώτες εκθέσεις του, στα Πρακτικά της Αρχαιολογικής Εταιρείας. Η αρχαιολογική έρευνα στο τμήμα αυτό, κρίθηκε αναγκαία και υλοποιήθηκε για τις ανάγκες της σωστής τεκμηρίωσης του, καθώς πρόκειται να συμπληρωθεί από τη Δ.Α.Α.Μ., με νέα ωμοπλινθοδομή. Οι εργασίες διευκολύνθηκαν με τη μετακίνηση των περίπου 50 μαρμάρινων μελών που βρίσκονταν σωρευμένα στο σημείο από τους πρώτους ανασκαφείς. Η αποκάλυψη της σωζόμενης άνω επιφάνειας του Τείχους έγινε σε μήκος 7 μ. και πλάτος 4 μ. , όσο δηλαδή το πλάτος του στο σημείο αυτό.

Το σημαντικότερο στοιχείο που προέκυψε ήταν η βαθμιδωτή διαμόρφωση του γεμίσματος του (λιθολόγημα), στο μισό περίπου του πλάτους του. Δημιουργούνται, δηλαδή, με ένα αδρό κτίσιμο, δύο διαφορετικά επίπεδα πάνω στα οποία πατούσε η ωμοπλινθοδομή με σκοπό να ακολουθηθούν τα δύο διαφορετικά επίπεδα των δύο όψεων του Τείχους, της ανατολικής και της δυτικής. Η βαθμίδα που δημιουργείται είναι ύψους 0,20-0,30 μ. και παρατηρείται στο βόρειο τμήμα.
Το λιθολόγημα αποτελείται από «πελεκήματα» της ελευσινιακής πέτρας, τις λατύπες που προκύπτουν από τη λάξευση του λίθου, όπως συμπεραίνεται από τα αδιατάρακτα, από τους παλιούς ανασκαφείς, σημεία.
Ένα άλλο σημαντικό εύρημα ήταν η ωμοπλινθοδομή που σώζεται κατά χώρα στο ΒΑ τμήμα του τμήματος Η23-Η24, σε μία έκταση περίπου 1,90 Β-Ν x 1,40 μ. Α-Δ. Πιθανότατα να σώζονται και τρείς στρώσεις από ωμοπλίνθους στο σημείο αυτό, οι οποίες ξεκινούν ακριβώς δίπλα, ανατολικά από τη κτιστή βαθμίδα. Μάλιστα, κάποιοι αρμοί διακρίνονται ανάμεσα στις πλίνθους, ξεχωρίζει δηλαδή αδρά η διάταξή τους.

Στις υπόλοιπες ανασκαφικές τομές για τον καθορισμό των θέσεων θεμελίωσης των νέων στεγάστρων, αποκαλύφθηκαν τα κατάλοιπα πλακόστρωσης δρόμου του 8ου αι. π.Χ., καθώς και κτίσματα της μυκηναϊκής εποχής.

Τέλος, στη ΒΔ περιοχή του αρχαιολογικού χώρου, για την κατασκευή των δύο οικίσκων παραγωγής ωμοπλίνθων, διενεργήθηκε ανασκαφική έρευνα σε συνολική έκταση περ. 120 τ.μ. Στη θέση που κατασκευάστηκε ο 2ος οικίσκος αποκαλύφθηκε τμήμα τοίχου των ρωμαϊκών-υστερορωμαϊκών χρόνων. Ο τοίχος τεκμηριώθηκε αρχαιολογικά, αποτυπώθηκε και καταχώθηκε στη συνέχεια για να κατασκευαστεί ο οικίσκος.

Στην υλοποίηση του Υποέργου 2 «Ανασκαφικές Εργασίες» συντέλεσαν οι ακόλουθοι:
- Από την πλευρά της Εφορείας Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, οι αρχαιολόγοι Καλλιόπη Παπαγγελή και Ευσταθία Ανέστη, ως μέλη της ομάδας διαχείρισης και επίβλεψης, και η διοικητικός Γεωργία Μάλλιου.
- Οι ΙΔΟΧ αρχαιολόγοι Μυρτώ Λίτσα και Δημήτριος Κριθαράς
- Η ΙΔΟΧ λογίστρια Αικατερίνη Σιδερή
- Οι εργατοτεχνίτριες Δέσποινα Γκέλη, Ζωή Γρηγοροπούλου, Φωτεινή Καμμένου
- Οι εργατοτεχνίτες Ιωάννης Αμυγδαλάς, Γεώργιος Δημητσάνος, Γεώργιος Κέλλης.