Η ανασκαφή του ιερού της Ελευσίνας ξεκίνησε από την αγγλική εταιρεία των Dilettanti το 1812 υπό τον Sir William Gell. Το 1860 ακολούθησαν περιορισμένες ανασκαφές του Γάλλου αρχαιολόγου Fr. Lenormant κυρίως στα Μεγάλα Προπύλαια. Συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1882 από την εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία μετά την απαλλοτρίωση όλων των ιδιοκτησιών που κάλυπταν το Ιερό και τον περιβάλλοντα χώρο του. Κατά τα έτη 1882-1894 την διεύθυνση των ανασκαφών είχε ο Έφορος Αρχαιοτήτων Δ. Φίλιος. Οι ανασκαφές συνεχίστηκαν από τον Έφορο Αρχαιοτήτων Α. Σκιά (1894-1902) και τον Κ. Κουρουνιώτη (1918-1920, 1930-1934). Στις ανασκαφές Κουρουνιώτη συμμετείχαν επίσης ο Α. Ορλάνδος και οι τότε επιμελητές Αρχαιοτήτων Φ. Σταυρόπουλος και Ν. Λάσκαρης, αργότερα δε συνεργάτες ήταν οι καθηγητές Γ. Μυλωνάς και Γ. Μπακαλάκης, ο Έφορος Αρχαιοτήτων Ι. Θρεψιάδης και ο αρχιτέκτονας Ι. Τραυλός. Από το 1936 έως και το 1940 ο Ι.Τραυλός συνεργάζεται συστηματικά με τον Κ.Κουρουνιώτη. Μετά από δεκαετή διακοπή, ο πρώτος ανέλαβε επικεφαλής των ανασκαφών κατά τα έτη 1950-1951.  H ανασκαφή της Eλευσίνος συνεχίστηκε το 1952 από τον Γ.Mυλωνά και τον Ι.Tραυλό. Από την επόμενη χρονιά όμως ο πρώτος ανέλαβε την ανασκαφή του προϊστορικού και κλασικού νεκροταφείου (1953-1956) και ο δεύτερος τη διερεύνηση του ιερού και της πόλης (1953-1957, 1960-1963) με την συνεργασία της αρχαιολόγου Μ.Αναγνωστοπούλου – Φιλίνη. Τέλος, κατά τα έτη 1980-1983 έλαβαν χώρα νέες έρευνες από τους Γ.Μυλωνά και Ι.Τραυλό για την προετοιμασία της δημοσίευσης των ανασκαφών. Αναλυτικότερα για το ιστορικό και την εξέλιξη των ανασκαφών εδώ

Ειδικά για την εξέλιξη των ανασκαφών του Δ.Φίλιου, στη μελέτη που συντάχθηκε στο πλαίσιο του έργου, κρίθηκε σκόπιμο να συμπεριληφθεί ειδική ενότητα με σύνθεση και συζήτηση των αποτελεσμάτων της βιβλιογραφικής διερεύνησης, η οποία παρουσιάζεται εδώ.

Οι δημοσιεύσεις των ανασκαφέων παρείχαν ένα πολύτιμο υπόβαθρο ως προς το ιστορικό της αποκάλυψης και ερμηνείας του μνημείου. Στη μελέτη αξιοποιήθηκαν υπό ένα άλλο πρίσμα, καθώς απαιτήθηκε εμβάθυνση σε σχέση με την κατασκευή του, ειδικά στις περιοχές που πλέον είναι επιχωμένες. Προέκυψε έτσι μια νέα σύνθεση των δεδομένων, με έμφαση στις πληροφορίες που μπορούν να αντληθούν για την οικοδομική του μνημείου καθώς η μελέτη εστίασε σε ζητήματα κατασκευαστικής ανάλυσης και τεκμηρίωσης