Η οικοδομική ιστορία των τειχών του Ιερού της Ελευσίνας
Ο λόφος του Ιερού αποτελεί βραχώδες έξαρμα από ασβεστόλιθο στην πεδινή παράκτια ζώνη της λεκάνης του Θριάσιου Πεδίου στον κόλπο της Ελευσίνας. Πρόκειται για τον ανατολικό λόφο της περιοχής, στην κορυφή του οποίου βρισκόταν η ακρόπολη και επί του οποίου οικοδομήθηκε η πόλη της Ελευσίνας κατά τους προϊστορικούς χρόνους. Η οχύρωση του λόφου της Ελευσίνας φαίνεται να υπήρχε από τα προϊστορικά χρόνια, η θέση άλλωστε ήταν ιδιαίτερα στρατηγική. Στο τέλος περίπου της Μυκηναϊκής περιόδου καθιερώθηκε η λατρεία της Δήμητρας με πυρήνα του Ιερού το Μυκηναϊκό Μέγαρο. Το, επονομαζόμενο και Μέγαρο Β ανεγέρθηκε και επεκτάθηκε, σύμφωνα με τους ανασκαφείς του χώρου, στην ΥΕ εποχή και διέθετε ορθογώνιο περίβολο. Στην Γεωμετρική περίοδο, ο χώρος του Ιερού άρχισε να επεκτείνεται, καταλαμβάνοντας την έκταση όπου μέχρι πρότινος υπήρχαν ιδιωτικά οικήματα, και επιπλέον αποκόπηκε από την πόλη μέσω της κατασκευής ενός εκτεταμένου περιβόλου. Στις αρχές του 6ου αι. π.Χ. κατασκευάστηκε το πρώιμο αρχαϊκό Τελεστήριο και το Ιερό γνώρισε μεγάλη ανάπτυξη, καθώς τα Ελευσίνια Μυστήρια συγκαταλέχθηκαν στις επίσημες αθηναϊκές τελετές. Η αυλή του ναού επεκτάθηκε με διαδοχικές επιχώσεις που κάλυψαν τον περίβολο της γεωμετρικής εποχής. Το Ιερό επεκτάθηκε πάλι στα μέσα του 6ου αι. π.Χ και προστατεύτηκε με ισχυρή οχύρωση, το «Πεισιστράτειο τείχος», πολύ μεγαλύτερο σε έκταση και ισχύ από όλα τα προηγούμενα. Αντικείμενο της μελέτης και των επεμβάσεων είναι μέρος του τείχους αυτού.

Στα χρόνια του Κίμωνα, το Ιερό επεκτάθηκε εκτός του υφισταμένου τείχους προς τα βορειοανατολικά και απέκτησε νέα οχύρωση, με συνέπεια ένα τμήμα του Πεισιστράτειου τείχους να λειτουργεί πλέον ως διατείχισμα. Στο μεγαλύτερο τμήμα του, ωστόσο, το Πεισιστράτειο τείχος συνέχισε να λειτουργεί ως το εξωτερικό τείχος του Ιερού. Ιδιαιτέρως σημαντικό είναι το τμήμα της Κιμώνειας φάσης επισκευής και ενίσχυσης του Πεισιστράτειου Τείχους στον ανατολικό κλάδο του, το οποία οικοδομήθηκε μετά το τέλος των Περσικών πολέμων. Την επόμενη σημαντική αλλαγή επέφερε η Περίκλεια επέκταση, η οποία έγινε προς τα ανατολικά. Το Περίκλειο Τελεστήριο, σημαντικά μεγαλύτερο από τα προγενέστερα, οικοδομήθηκε (και) επί τμήματος του Πεισιστράτειου τείχους, ενώ μεγάλη έκταση γύρω από το Τελεστήριο επιχώθηκε για να διαμορφωθεί η νέα αυλή, εντός της οποίας προστέθηκε αργότερα η Φιλώνειος Στοά, σε επαφή με τον ανατολικό τοίχο του Τελεστηρίου. Κατά συνέπεια, ενώ μεγάλο τμήμα του Πεισιστράτειου τείχους συνέχισε να λειτουργεί ως εξωτερικό τείχος του Ιερού, σημαντικό τμήμα του ανατολικού κλάδου του καλύφθηκε.
Με την κατασκευή του Λυκούργειου τείχους,στο νοτιοανατολικό τμήμα του Ιερού, ενσωματώθηκε και καλύφθηκε πλέον όλο το νότιο τμήμα του Πεισιστράτειου τείχους. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, τέλος, και συγκεκριμένα το 40 π.Χ., η Πεισιστράτεια βόρεια πύλη – η οποία λειτούργησε, στους μεν Πεισιστράτειους χρόνους ως η εξωτερική πύλη του Ιερού, στους δε χρόνους του Κίμωνα και έπειτα ως η είσοδος στον χώρο του Τελεστηρίου, σκεπάστηκε για την οικοδόμηση των Μικρών Προπυλαίων ενώ ακόμα ένα τμήμα τείχους καλύφθηκε με την ανοικοδόμηση των Μεγάλων Προπυλαίων.
Εν κατακλείδι, το Πεισιστράτειο τείχος αποτελεί κομβικό στοιχείο στην εξέλιξη του Ιερού της Ελευσίνας, καθώς οριοθετεί την έκτασή του και σηματοδοτεί την ισχύ του. Ξεχωρίζει από τα προγενέστερα τείχη καθώς: α) είναι το πρώτο που εκτεινόταν περιμετρικά γύρω από το λόφο, περικλείοντας εκτός από το χώρο του Ιερού και την αρχαία πόλη σε μια συνεχή κλειστή οχυρωματική γραμμή, και παράλληλα β) είναι σημαντικά παχύτερο από τα προηγούμενα τείχη, έχοντας πλέον ξεκάθαρα τη μορφή “πύργοι – μεταπύργια”. Αλλά και τα μεταγενέστερα τείχη (Περίκλειο και Λυκούργειο) που εντυπωσιάζουν τον σημερινό επισκέπτη του αρχαιολογικού χώρου, αποτέλεσαν διαδοχικές επεκτάσεις / προσθήκες του Πεισιστράτειου πυρήνα, τμήμα του οποίου δεν έπαψε να λειτουργεί. Για μια σύνθεση της ιστορία των τειχών της Ελευσίνας, βασισμένη στο έργο του Ι. Τραυλού, βλέπετε εδώ web Ιστορικό τείχους
Συνοπτική ιστορία της ανασκαφικής έρευνας και αποκάλυψης του Πεισιστράτειου τείχους
Στη μελέτη γίνεται για πρώτη φορά αρχειακή έρευνα και σύνθεση του ιστορικού της ανασκαφής και αποκάλυψης του Πεισιστράτειου τείχους στην περιοχή που οριοθετήθηκε κατά τη μελέτη και παρουσιάζονται τα αντίστοιχα τεκμήρια.
Για τις ανασκαφές που έλαβαν χώρα πριν το 1882 εντοπίστηκαν και παρουσιάζονται στη μελέτη τεκμήρια από την έκδοση του 1797 των Dilettanti, η αποτύπωση του Ittar το 1803 κατά παραγγελία του λόρδου Έλγιν, σχέδια των Gandy και Gell από το 1812 κατά παραγγελία των Dilettanti και του Γάλλου αρχαιολόγου F. Lenormant κατά το 1860.
Από το 1882, η Αρχαιολογική Εταιρεία αναλαμβάνει την ανασκαφή του χώρου, με υπεύθυνο τον αρχαιολόγο Δημήτριο Φίλιο. Παράλληλα, ο συνεργάτης του, ο γερμανός αρχιτέκτονας και αρχαιολόγος W. Dörpfeld εκπονεί διαγραμματικά σχέδια των ανασκαφών, τα οποία συνοδεύουν τις ετήσιες αναφορές πεπραγμένων του Φίλιου προς την Αρχαιολογική Εταιρεία .Ο Δ. Φίλιος παραδέχεται τη δυσκολία των ανασκαφέων της εποχής όταν έπρεπε να διαχειριστούν τόσο ευάλωτα αρχαία δομικά υλικά, όπως οι ωμόπλινθοι, με τρόπο ώστε να μην τα παραβλέψουν ή να τα καταστρέψουν. Αξιοσημείωτο είναι ότι από πολύ νωρίς (1884), ο Φίλιος αναγνώρισε ότι οι ωμοπλινθοδομές αποτελούν σημαντικό μέρος της αξίας του χώρου. Στα ΠΑΕ 1884, σελ.67 αναφέρει χαρακτηριστικά: “Η Ελευσίς είναι, και θα είναι ίσως και εις το μέλλον (θα καταβληθεί πάσα προσπάθεια να διατηρηθεί μέρος του εξ ωμών πλίνθων μεγάλου τείχους της) τόπος ένθα κατ΄ εξοχήν ο τρόπος ούτος της τειχοδομίας των αρχαίων γίνεται κατάδηλος”.
Με την ολοκλήρωση των ανασκαφών του Δ. Φίλιου έχει γίνει πλέον διαχωρισμός των ιστορικών φάσεων και το Πεισιστράτειο τείχος σωστά συνδυάζεται πλέον με το Πεισιστράτειο Τελεστήριο. Ως παράδειγμα της διερεύνησης που έλαβε χώρα, παρουσιάζεται εδώ (αρχείο web Ιστορικό ανασκ Φιλίου) το σχετικό απόσπασμα της μελέτης.
Έπειτα από μακρόχρονη διακοπή, οι ανασκαφικές εργασίες συνεχίζονται το 1918 από τον Κ. Κουρουνιώτη, με τη συνδρομή στην αρχή του Α. Ορλάνδου. Η πρώτη περίοδος αφιερώνεται σε δημοσιεύσεις του ως τότε ερευνητικού έργου. Κομβικής σημασίας είναι η δημοσίευση του F. Noack το 1927, η οποία γίνεται σημείο αναφοράς για τις μετέπειτα ανασκαφές και δημοσιεύσεις. Ο Κ. Κουρουνιώτης, με συνεργάτες τον Ι. Τραυλό και τον Ι. Θρεψιάδη, ανέσκαψε εκ νέου ή για πρώτη φορά διάφορες θέσεις στην περιοχή του ανατολικού κλάδου του Πεισιστράτειου τείχους. Πλέον χρησιμοποιείται η κωδικοποίηση που καθιερώθηκε στο σχέδιο του Ι. Τραυλού το 1934, το οποίο περιλαμβάνεται στο Κ. Κουρουνιώτης, «Ελευσίς – Οδηγός των ανασκαφών και του Μουσείου» (1934). Στην μελέτη δίνεται αναλυτικά η εξέλιξη των ανασκαφών.
Photo 2 Κουρουνιώτης οδηγός 1934
Η αρχαιολογική έρευνα, με χρηματοδότηση της Αρχαιολογικής Εταιρείας και επικεφαλής τον Ι. Τραυλό αρχίζει πάλι το 1950 σε διάφορες θέσεις, ενώ στην περιοχή μελέτης επανέρχονται το 1952, μαζί με τον Γ. Μυλωνά. Το 1952 γίνεται η πρώτη αναφορά για την ωμοπλινθοδομή στη θέση Η23, η οποία, παρότι ήταν προφυλαγμένη από υπόστεγο, άρχισε να διαλύεται από την βροχή. Από το 1953 και έως το 1964 το ενδιαφέρον του Ι. Τραυλού, στράφηκε προς το χώρο δυτικά των Μεγάλων Προπυλαίων. Μετά από πολυετή διακοπή, οι Ι. Τραυλός και Γ. Μυλωνάς επανέρχονται, το 1980, στη δυτική πλευρά του Πεισιστράτειου Περιβόλου, συντάσσεται δε τότε και το νέο Τοπογραφικό του Ιερού κατά τους Πεισιστράτειους χρόνους. Το 1981, οι Ι. Τραυλός και Γ. Μυλωνάς ερευνούν εκ νέου τον γεωμετρικό περίβολο που είχε αποκαλύψει το 1928 ο Κουρουνιώτης μπροστά από τη Φιλώνειο Στοά. Στην περίοδο αυτή θα πρέπει να αναφερθεί και ο αρχιτέκτονας Δ. Ζιρώ, που στο πλαίσιο της διδακτορικής διατριβής του με θέμα την είσοδο του Ιερού της Ελευσίνας ασχολείται – μεταξύ άλλων – και με το Πεισιστράτειο τείχος και εκπονεί σχέδια γραφικής αποκατάστασης σε θέσεις της περιοχής που μελετά.
Τέλος, στο πλαίσιο της Πράξης «Στερέωση, αποκατάσταση και ανάδειξη αρχαιολογικού χώρου Ελευσίνας- Φάση Α’», πραγματοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια των ετών 2018-2021 ανασκαφικές τομές σε επιλεγμένες θέσεις της περιοχής μελέτης με επίβλεψη των αρχαιολόγων του υποέργου 2, ‘’Αρχαιολογικές Εργασίες’’, Κ. Παπαγγελή, Ε. Ανέστη, Μ. Λίτσα και Δ.Κριθαρά, με στόχο: α) την τεκμηρίωση του μνημείου σε χαρακτηριστικά σημεία του, όπου τα διαθέσιμα-από τη βιβλιογραφία στοιχεία – ήταν ελλιπή και β) τον καθορισμό επιτρεπόμενων θέσεων για τη θεμελίωση του νέου στεγάστρου.
Περιγραφή του μνημείου
Αντικείμενο της μελέτης είναι το τμήμα εκείνο του ανατολικού κλάδου του Πεισιστράτειου τείχους, στο οποίο σώζονται αρχαίες ωμοπλινθοδομές σε μεγάλο ύψος, γεγονός που το καθιστά σπάνιο εύρημα με ιδιαίτερες απαιτήσεις προστασίας. Ειδικότερα, η μελέτη εστιάζεται στα στοιχεία Η22, Η23, Η24, Η25 και Θ4, Θ9, σύμφωνα με την κωδικοποίηση του Τραυλού.


Οι ωμοπλινθοδομές διατηρήθηκαν επειδή καταχώθηκαν για την επέκταση της Ιεράς Αυλής (περισσότερα για την οικοδομική ιστορία των τειχών εδώ σύνδεση με ενότητα Η οικοδομική ιστορία των τειχών του Ιερού της Ελευσίνας) και αποκαλύφθηκαν σταδιακά μετά το 1882 (περισσότερα για την ιστορία των ανασκαφών εδώ σύνδεση με ενότητα Συνοπτική ιστορία της ανασκαφικής έρευνας και αποκάλυψης του μνημείου). Η συγκυρία αυτή προστάτευσε το τείχος από τη φθορά για 2.500 χιλιάδες χρόνια, με συνέπεια να διατηρηθούν και να αποκαλυφθούν οι εξαιρετικά σπάνιες σε όγκο και έκταση αυτές ωμοπλινθοδομές.

Πέρα από τον εντυπωσιακό βαθμό διατήρησης των ωμοπλινθοδομών, η συγκεκριμένη περιοχή παρέχει μια εικόνα συνέχειας της ίδιας κατασκευαστικής φάσης χωρίς μετατροπές. Σε αυτό το τμήμα του τείχους διακρίνονται όλα τα βασικά στοιχεία της αρχαίας οχυρωματικής αρχιτεκτονικής: πύργος (Η25), τείχος με κτιστή κλίμακα πρόσβασης στις επάλξεις (Η23) και εσωτερική πύλη του Ιερού (Η24). Τα κατάλοιπα Θ4 αποτελούν Κιμώνεια ενίσχυση του τείχους.



Το στοιχείο Η23 σώζεται σε ύψος 5,5 μ. συμπεριλαμβανομένης της λίθινης βάσης κι έχει ορθογωνική κάτοψη διαστάσεων 3×4μ. περίπου.

Το στοιχείο Η25 σώζεται σε ύψος 5 μ. συμπεριλαμβανομένης της λίθινης βάσης κι έχει κάτοψη μορφής Τ αποτελούμενης από δύο τμήματα διαστάσεων 4×6μ. και 4×4μ. περίπου 3×4μ. περίπου σε κάτοψη.

Συμπεράσματα από την κατασκευαστική ανάλυση του μνημείου & την τεκμηρίωση της κατάστασης διατήρησής του
Στην εργασία περιλαμβάνεται αναλυτική κατασκευαστική ανάλυση των σωζόμενων καταλοίπων του μελετώμενου τμήματος σε συνδυασμό με τη διαθέσιμη βιβλιογραφία και τεκμήρια από το αρχείο της εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Δίνεται επίσης το ιστορικό της εγκατάστασης των διαδοχικών στεγάστρων προστασίας, αξιολογείται η κατάσταση διατήρησης των ωμοπλινθοδομών αξιοποιώντας και φωτογραφίες αρχείου και τεκμηριώνονται οι μηχανισμοί φθοράς και διάβρωσης που βρίσκονται σε εξέλιξη. Τα βασικότερα συμπεράσματα από τη διερεύνηση και την τεκμηρίωση των καταλοίπων συνοψίζονται ως ακολούθως:
- Το Πεισιστράτειο τείχος γνώρισε τρεις διαφορετικές συνθήκες λειτουργίας στη μακραίωνη ιστορία του: α) ως οχυρωματικός περίβολος, β) ως ανάλημμα και τμήμα επίχωσης και γ) ως ανεσκαμμένο κατάλοιπο μερικώς ή πλήρως εκτεθειμένο. Η λειτουργία του ως τμήμα εδάφους είχε πολύ μεγαλύτερη διάρκεια απ’ ότι ως υπέργειο τμήμα τείχους ή κατάλοιπο αυτού.
- Η κατάσταση των ωμοπλινθοδομών μετά την ανασκαφική αποκάλυψη ήταν σχετικά καλή. Εκατό και πλέον χρόνια μετά την αποκάλυψή τους, οι αρχικά σαφείς όγκοι έχουν σε πολλές θέσεις απωλέσει σημαντικό μέρος της μάζας τους ενώ οι αρμοί είναι δυσδιάκριτοι.


- Η παρατηρούμενη παθολογία αποδίδεται στην απευθείας έκθεση στο περιβάλλον (απουσία στεγάστρων στην αρχή, απουσία πλαγιοκάλυψης) και σε τοπικές αστοχίες στον σχεδιασμό των στεγάστρων (μικρότερη επιφάνεια κάλυψης, τοπική συγκέντρωση υδάτων από ορθοστάτες σε επαφή με το μνημείο)
- Η συνολική ευστάθεια των σωζόμενων τμημάτων δεν επηρεάζεται από τις τοπικές βλάβες και ευπαθείς ζώνες που κατέδειξε η ανάλυση παθολογίας και συνεπώς δεν αναμένεται η ενεργοποίηση μηχανισμού κατάρρευσης.
- Ο βασικός παράγοντας τρωτότητας είναι η δημιουργία τοπικών αστοχιών λόγω διάβρωσης σε τμήματα της ωμοπλινθοδομής. Όσο οι επιφάνειες του μνημείου ή τμήματα αυτών παραμένουν έκθετες σε καιρικά συμβάντα με μεταβολές υγρασίας και θερμοκρασίας, έντονης βροχόπτωσης, χιονόπτωσης, μερικού ή ολικού παγετού, τόσο ο ρυθμός εξέλιξης των βλαβών θα επιταχύνεται. Τα κενά και οι ευπαθείς ζώνες (νεροφαγώματα, κοιλότητες, κύριες ρωγμές- ασυνέχειες) αναμένεται να επιδεινωθούν.
- Είναι απαραίτητη η προστασία των ωμοπλινθοδομών από τα πλάγια και η κάλυψη όσων περιοχών παραμένουν ακόμα εκτεθειμένες.
- Τοπικές ανακτήσεις είναι απαραίτητες διότι συμβάλλουν, εκτός από τη βελτίωση του αναγνώσιμων, στην προστασία των μαζών που έχουν απομείνει. Στη «Μελέτη σχεδιασμού των υλικών συμπλήρωσης της ωμοπλινθοδομής στο Πεισιστράτειο τείχος της Ελευσίνας» ,περιλαμβάνεται ο σχεδιασμός νέων ωμοπλίνθων, σύμφωνα με τον «αρχαίο τρόπο παραγωγής», προκειμένου να εξασφαλιστεί η συμβατότητά τους με την αρχαία δομή.
Προτάσεις για την προστασία & ανάδειξη του Πεισιστράτειου Τείχους
Η θέση του Πεισιστράτειου τείχους, και ειδικότερα του τμήματος Η23-Η25, βρίσκεται σε απόσταση από την είσοδο και τα Μεγάλα Προπύλαια και σε χαμηλό σημείο του αναγλύφου, με συνέπεια να μην γίνεται αντιληπτό από τον μη μυημένο επισκέπτη και να παραμένει εκτός της κύριας διαδρομής επίσκεψης. Τα στέγαστρα σηματοδοτούν βεβαίως την ύπαρξη του μνημείου, όμως η συνήθης διαδρομή (που ακολουθεί την αρχαία Ιερά Οδό), τον απομακρύνει από το τείχος και τον οδηγεί κατευθείαν στο Τελεστήριο. Για όσους επισκέπτες το θελήσουν, η προσέγγιση στο μνημείο επιτυγχάνεται μέσω ξύλινης κλίμακας, δίπλα από το Τελεστήριο. Η προσέγγιση αυτή, όμως, δίνει παραπλανητική εικόνα καθώς η κίνηση γίνεται πολύ ψηλότερα από το αρχαίο επίπεδο και μάλιστα μέσω μιας πορείας που δεν υπήρχε στην αρχαιότητα.

Αναδείχθηκε, επίσης, η ανάγκη προστασίας των ωμοπλινθοδομών από την πλάγια βροχόπτωση ενώ η εν γένει εγγύτητα πολλών τμημάτων της θεμελίωσης των στεγάστρων με το μνημείο δεν επιτρέπει την ανάδειξή του. Απαιτείται, λοιπόν, ο σχεδιασμός νέων στεγάστρων.
Εν κατακλείδι, με την τεκμηρίωση και την κατανόηση του μνημείου στον χώρο του, σε συνέχεια των κατευθύνσεων που δόθηκαν στο Σχέδιο – Πλαίσιο του χώρου, κατέστη πλέον δυνατόν να εξειδικευτούν οι δράσεις που συμπεριλαμβάνονταν σε αυτό, καθώς και να διατυπωθούν και να μελετηθούν νέες για την προστασία και ανάδειξη του μνημείου. Αυτές είναι:
Απομάκρυνση & τακτοποίηση των διάσπαρτων μελών που βρίσκονταν επί της λίθινης βάσης του τείχους μεταξύ των στοιχείων Η24 και Η25.
Η δράση αυτή υλοποιήθηκε στο πλαίσιο του έργου. Περισσότερα για την δράση αυτή εδώ (σύνδεση με ενότητα Έργα)
Ανακτήσεις για την αποκατάσταση της συνέχειας του τείχους με ωμοπλίνθους κατασκευασμένες σύμφωνα με την αρχαία τεχνολογία
Για την προστασία αλλά και την καλύτερη αναγνωσιμότητα του Πεισιστράτειου τείχους προτάθηκε και εγκρίθηκε η πρόταση ανάκτησης τμήματος του αρχαίου τείχους μεταξύ των δύο βασικών αρχαίων όγκων στις θέσεις Η23 και Η25 και εν μέρει στο διάστημα μεταξύ των όγκων Η23 και Θ4, με στόχο την ένωση των δύο αυτόνομων όγκων, έτσι ώστε να είναι σαφές ότι αποτελούν μια ενότητα και να δειχθεί η χάραξή τους. Επισημαίνεται ότι η επέμβαση αποκτά και διδακτική διάσταση, η οποία δεν περιορίζεται στην αποκατάσταση της συνέχειας της ανωδομής του τείχους στο καλύτερα διατηρούμενο τμήμα του, αλλά και στην ορθή απόδοση ενός αρχαίου δομικού υλικού σημαντικού για την οικοδομική ιστορία. Το υλικό αυτό και η αξία της τεχνικής του δεν γίνονται ορατά σήμερα λόγω της φθοράς των σωζόμενων ωμοπλινθοδομών (σύνδεση με Photo 10 & 11).
Η ανασκαφική διερεύνηση ανέδειξε ακριβώς το αρχαίο κατασκευαστικό σύστημα στην θέση μεταξύ Η23 και Η25. Το μήκος του προς συμπλήρωση τμήματος της ωμοπλινθοδομής είναι 7μ. και το πλάτος περίπου 4μ.


Ανάλυση αρχαίων ωμοπλίνθων, σχεδιασμός και παραγωγή νέων σύμφωνα με την αρχαία τεχνολογία προκειμένου να χρησιμοποιηθούν στις ανακτήσεις
H κατασκευή νέας ωμοπλινθοδομής για τη συμπλήρωσή του Πεισιστράτειου τείχους προϋποθέτει την ανάλυση και τον χαρακτηρισμό των αρχαίων ωμοπλίνθων, καθώς και τον σχεδιασμό νέων, τόσο σε όρους υλικού όσο και διαδικασίας παραγωγής, προκειμένου να είναι συμβατές με τις αρχαίες. Η έρευνα που έλαβε χώρα στο πλαίσιο της Πράξης και τα αποτελέσματά της παρουσιάζονται εδώ.
Στο πλαίσιο αυτό υλοποιήθηκε πιλοτική παραγωγή 400 ωμοπλίνθων με βάση τον αρχαίο τρόπο παραγωγής, προκειμένου να δοκιμαστούν και να ελεγχθούν τα αποτελέσματα της αντίστοιχης έρευνας σε εργοταξιακές συνθήκες. Λόγω της πρωτοτυπίας του εγχειρήματος, η σταδιακή εφαρμογή αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία του μελλοντικού προγράμματος με αξιοπιστία και ασφάλεια.
Διαμόρφωση διαδρομών για την προσέγγιση του μνημείου από το αρχαίο επίπεδο κίνησης
Η δράση αυτή προγραμματίζεται σε επόμενη φάση μελετών και έργων.
Κατασκευή στεγάστρων για την προστασία και ανάδειξη – προδιαγραφές για τον σχεδιασμό
Ο στατικός έλεγχος των υφιστάμενων στεγάστρων απέδειξε υπολογιστικά την αδυναμία τους να παραλάβουν τα πρόσθετα φορτία που συνεπάγεται η τοποθέτηση πλαγιοκάλυψης. Επιπλέον, θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για την προστασία και της νέας ωμοπλινθοδομής. Κατά συνέπεια, η ανάγκη προστασίας των ωμοπλινθοδομών από την πλάγια βροχόπτωση και η ανάγκη κάλυψης των τμημάτων που παραμένουν εκτεθειμένα, κατέστησε τον σχεδιασμό νέων στεγάστρων απαραίτητο.
Καθοριστικός παράγοντας για τον σχεδιασμό είναι οι αδιαπραγμάτευτοι περιορισμοί στις θέσεις θεμελίωσης, λόγω στενής γειτνίασης με αρχαιολογικά κατάλοιπα καθώς και η απαίτηση για κατάργηση των θεμελίων που βρίσκονται επί του Πεισιστράτειου τείχους ή σε επαφή με αυτό. Με βάση τα παραπάνω και σε συνεργασία με την Εφορεία Αρχαιοτήτων Δυτικής Αττικής, προέκυψαν συγκεκριμένες και πολύ περιορισμένες περιοχές επιτρεπόμενης θεμελίωσης, αφού προηγήθηκε βιβλιογραφικός και ανασκαφικός έλεγχος.

Στην συνέχεια, με στόχο έναν ορθολογικό σχεδιασμό που να ικανοποιεί συγχρόνως τις απαιτήσεις προστασίας του μνημείου και αρμονικής ένταξης του στεγάστρου στον αρχαιολογικό χώρο με παράλληλη διαφύλαξη και ενίσχυση του ειδικού βάρους των αρχαίων καταλοίπων έναντι των επεμβάσεων, διατυπώθηκαν οι ακόλουθες παράμετροι σχεδιασμού:
Α) χάραξη και γενικές διαστάσεις σε συνάρτηση με την ένταξη στον χώρο και τη τυπολογία του μνημείου. Ειδικότερα απαιτείται: α) τονισμός της γραμμικότητας και της συνέχειας του τείχους, β) προσαρμογή στη χάραξη του τείχους με τεθλασμένη πορεία και κυμαινόμενο πλάτος και γ) αποφυγή διατήρησης ενιαίου ύψους αλλά προσαρμογή αυτού στους διατηρούμενους όγκους,
Β) επιλογή μεταλλικού φορέα για την εξασφάλιση αναστρεψιμότητας και κατασκευασιμότητας στις συνθήκες του αρχαιολογικού χώρου της Ελευσίνας,
Γ) μορφή και διαστάσεις της στέγης και διαχείριση των ομβρίων: προκρίθηκε στέγη μικρής καμπυλότητας, έτσι ώστε να μην παραπέμπει σε μορφές που υπήρξαν στην αρχαιότητα. Τα όμβρια θα ρέουν ελεύθερα επειδή έτσι κατανέμονται σε περισσότερη έκταση, ενώ αντίθετα η συγκέντρωσή τους μέσω υδροροών σε τοπικές θέσεις, καθιστά αδύνατη την απορροή τους στις συνθήκες του χώρου, Δ) διαστάσεις της πλαγιοκάλυψης: οι απαραίτητες για την εξασφάλιση προστασίας από την πλάγια βροχόπτωση, τη διατήρηση ευεργετικού μικροκλίματος και τη δυνατότητα θέασης από την εσωτερική (προσβάσιμη από τους επισκέπτες) όψη.