Έχοντας διασχίσει τα Μεγάλα Προπύλαια (εξωτερική πύλη), η πρόσβαση των επισκεπτών προς το εσωτερικό του Ιερού πραγματοποιείται σήμερα μέσω μιας μικρής ξύλινης γέφυρας (πλάτους 2.40m), η οποία κατασκευάστηκε στο μέσον περίπου του νότιου ορίου τους την δεκαετία του 1990.

Η περιοχή δυτικά της γέφυρας έχει την μορφή ανοικτού σκάμματος με έντονες ανισοσταθμίες, εντός του οποίου βρίσκεται πληθώρα ατάκτως εναποτεθειμένων διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών. Στο χαμηλότερο επίπεδο με δυσκολία ξεχωρίζει το εξέχουσας σημασίας σκέλος του Πεισιστράτειου τείχους, ανάμεσα στους δύο (αποτελούμενους από διάσπαρτα μέλη) “τοίχους αντιστήριξης” των ανασκαφέων. Οι συγκεκριμένοι τοίχοι (ύψους 1.85m ο δυτικός και 2.50m ο ανατολικός) κατασκευάστηκαν εκατέρωθεν του τείχους στις αρχές της δεκαετίας του 1930, με στόχο τη συγκράτηση των χωμάτων.

Η περιοχή ανατολικά της γέφυρας παραμένει καταχωμένη (συγκράτηση γαιών μέσω του ανατολικού “τοίχου αντιστήριξης”), διαμορφώνοντας ένα συνεχές επίπεδο με ανεπαίσθητα ανηφορική κλίση προς το Νότο, έως τις μαρμάρινες βαθμίδες των Μικρών Προπυλαίων.

Στα δυτικά ο χώρος της Εισόδου οριοθετείται από το υστερορωμαϊκό τείχος, το οποίο εξακολουθεί να σώζεται σχεδόν ακέραιο. Στο νότιο όριο του σκάμματος, σε σχετικά μικρή απόσταση από τη βορειοδυτική γωνία των Μικρών Προπυλαίων, βρίσκεται το ανατολικότερο τμήμα του Πεισιστράτειου Σιρού (μήκους 9m), το οποίο έχει αποκοπεί από το υπόλοιπο κτίσμα λόγω της ανέγερσης του υστερορωμαϊκού τείχους. Μπροστά από τον εξαιρετικά επιμελώς κατασκευασμένο βόρειο τοίχο του Σιρού, υπάρχει το ανατολικό τμήμα της Οδού Ιερού η οποία επίσης συνεχίζει πέραν του υστερορωμαϊκού τείχους. Παρά την παρουσία δεκάδων διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών εν είδει σωρού, εξακολουθούν να διακρίνονται τα σωζόμενα τμήματα των ρωμαϊκών δεξαμενών (υδατοστεγανό δάπεδο & τοίχοι) που είχαν κατασκευαστεί επί του αρχικού κτίσματος.

Εξερχόμενος από την περιοχή της Εισόδου, διαμέσου των Μικρών Προπυλαίων (εσωτερική πύλη), ο επισκέπτης εισέρχεται ουσιαστικά στον κυρίως χώρο του Ιερού της Ελευσίνας.