Στο πλαίσιο του έργου, το 2020 εκπονήθηκε και εγκρίθηκε ομόφωνα από το ΚΑΣ η «Οριστική μελέτη για την προστασία και ανάδειξη της Εισόδου (χώρου μεταξύ Μεγάλων και Μικρών Προπυλαίων) του Ιερού της Ελευσίνας». Για την σύνταξη της μελέτης εργάστηκαν η Αικατερίνη-Άννα Μανωλεδάκη, Πολιτικός Μηχ. – M.Sc., η Αγγελική Μάρκου, Αρχιτέκτων Μηχ. – M.Sc. και η Ελένη-Εύα Τουμπακάρη, Δρ. Πολιτικός Μηχ. στην ΔΑΑΜ, υπεύθυνη του έργου. Αντικείμενο της μελέτης αποτελεί η αναγνώριση και τεκμηρίωση της οικοδομικής εξέλιξης της περιοχής της Εισόδου και, ακολούθως, ο σχεδιασμός της προστασίας και ανάδειξης αυτής.
Τεκμηρίωση
Διερευνήθηκε, αποδελτιώθηκε και μελετήθηκε λεπτομερώς η εγχώρια και διεθνής βιβλιογραφία η οποία σχετίζεται με τις ανασκαφικές έρευνες στην ευρύτερη περιοχή της Εισόδου, ενώ, παράλληλα, συγκεντρώθηκε πολύτιμο φωτογραφικό υλικό. Έγινε αντιπαραβολή και σύνθεση των πληροφοριών που αντλήθηκαν, και για πρώτη φορά επιχειρήθηκε να δοθεί ένα συνεκτικό και συνοπτικό πλαίσιο για την κατανόηση της ανασκαφικής ιστορίας της περιοχής, της σκοπιμότητας των επιμέρους διερευνήσεων, αλλά και της εξέλιξης των ερμηνειών. Τελικό αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας αποτελεί ο Συνθετικός Πίνακας με όλα τα στοιχεία των ανασκαφών, και το σχέδιο αναγνώρισης των οικοδομικών φάσεων στις οποίες ανήκουν τα σωζόμενα κτίσματα.
Η περιοχή της Εισόδου ανασκάφηκε επανειλημμένα, με τις σχετικές ερμηνείες (κυρίως σε όρους χρονολόγησης) συχνά να είναι αντικρουόμενες. Η πρώτη απόπειρα ανασκαφικής έρευνας έγινε το 1860 από τον F. Lenormant, όμως σύντομα εγκαταλείφθηκε λόγω αντικειμενικών δυσκολιών. Οι συστηματικές έρευνες στην περιοχή ουσιαστικά ξεκίνησαν το 1885 υπό την αιγίδα της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας. Επικεφαλής του εγχειρήματος αρχικά ανέλαβε ο Δ. Φίλιος (1885-1893), και στην συνέχεια ο Κ. Κουρουνιώτης (1918-1920 και 1931-1935). Αδιαμφισβήτητη ήταν η συνεισφορά των συνεργατών τους, W. Dörpfeld και Ι. Τραυλού αντίστοιχα, οι οποίοι −εκτός των άλλων− εκπονούσαν τα σχέδια αποτύπωσης των ευρημάτων. Όπως μαρτυρούν οι φωτογραφίες της εποχής, εντυπωσιακές ήταν οι μεταβολές που επέφεραν στην περιοχή οι εργασίες απομάκρυνσης τεράστιου όγκου διάσπαρτων μελών (υπό την διεύθυνση του Φίλιου), τα οποία μέχρι τότε κάλυπταν σχεδόν ολοσχερώς τα Προπύλαια.






Επίσης, στο πλαίσιο της τεκμηρίωσης πραγματοποιήθηκε για πρώτη φορά λεπτομερής σχεδιαστική αποτύπωση της περιοχής επέμβασης. Τα γραμμικά σχέδια (κάτοψη και τομές) προέκυψαν βάσει επεξεργασίας του τρισδιάστατου ψηφιακού μοντέλου των Β. Μπάκα και Σ. Γεσαφίδη της ΔΕΤΥΜΕΑ, ΥΠΠΟΑ.



Σχεδιασμός – πρόταση επεμβάσεων
Οι προτεινόμενες επεμβάσεις αναδιαμόρφωσης της περιοχής της Εισόδου περιλαμβάνουν:
α) την ανέλκυση και απομάκρυνση του συνόλου των διάσπαρτων αρχιτεκτονικών μελών που βρίσκονται μεταξύ υστερορωμαϊκού τείχους και δυτικού “τοίχου αντιστήριξης” των ανασκαφέων, συμπεριλαμβανομένων των μελών που απαρτίζουν τον ίδιο τον τοίχο. (Η εργασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη από τον Ιούνιο του 2019 έως το Νοέμβριο του 2022)
β) την κατάργηση/ αποξήλωση της ξύλινης γέφυρας στο νότιο όριο των Μεγάλων Προπυλαίων, και ακολούθως την ανέλκυση και απομάκρυνση μόνο των ολιγάριθμων μελών που συνθέτουν το βορειότερο τμήμα του ανατολικού “τοίχου αντιστήριξης” των ανασκαφέων. (Η εργασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη από τον Αύγουστο του 2022 έως τον Οκτώβριο του 2022)
γ) τον ανασχεδιασμό/ διαπλάτυνση της πρόσβασης των επισκεπτών προς το εσωτερικό του Ιερού μέσω:
- της κατάχωσης του βορειότερου τμήματος του σκάμματος που εκτείνεται στα δυτικά του ανατολικού “τοίχου αντιστήριξης” των ανασκαφέων, φροντίζοντας ωστόσο να παραμείνουν εμφανή τα αξιολογότερα κατάλοιπα προγενέστερων φάσεων μέσω της διαμόρφωσης κατάλληλου ορύγματος για την ανάδειξή τους
- της εξυγίανσης της ανώτερης ζώνης (πάχους 20cm) της υφιστάμενης επίχωσης στην περιοχή ανατολικά του ανατολικού “τοίχου αντιστήριξης” των ανασκαφέων. Για λόγους ομοιομορφίας θα εφαρμοστούν όλα τα προβλεπόμενα για την τελική στρώση της περιοχής κατάχωσης (υλικό και τρόπος υλοποίησης)
δ) την τακτοποίηση, μετά την ολοκλήρωση των παραπάνω εργασιών, επιλεγμένων αρχιτεκτονικών μελών προερχόμενων από το μνημείο των Μεγάλων Προπυλαίων, στο βορειοδυτικό όριο της επιχωμένης περιοχής, κατά μήκος του υστερορωμαϊκού τείχους
ε) την τακτοποίηση των υπολοίπων διάσπαρτων μελών στην βορειοδυτική πτέρυγα της Ρωμαϊκής Στοάς που περικλείει τη Ρωμαϊκή Αυλή. (Η εργασία αυτή βρισκόταν σε εξέλιξη από τον Οκτώβριο του 2019 έως τον Μάρτιο του 2023, σύμφωνα με την σχετική μελέτη διευθέτησης)
Μετά την ολοκλήρωση των επεμβάσεων, η διαμορφωμένη ενιαία “πλατεία” μεταξύ των δύο Προπυλαίων θα έχει συνολική έκταση 253m2. Το πλάτος του διαδρόμου κατά μήκος του νότιου ορίου των Μεγάλων Προπυλαίων θα φτάνει τα 7.20m, επιτυγχάνοντας θεαματική διαπλάτυνση της πρόσβασης προς το εσωτερικό του Ιερού. Τα όρια του ορύγματος επιλέχθηκαν ώστε να εξυπηρετούν κατά κύριο λόγο την ανάδειξη του Πεισιστράτειου τείχους, του Πεισιστράτειου Σιρού και της Οδού Ιερού. Βασική απαίτηση ήταν να παραμείνει εμφανές το Πεισιστράτειο τείχος σε ικανό μήκος εκατέρωθεν του σημείου καμπής του, και να διασφαλιστεί η καλύτερη δυνατή θέαση των εξωτερικών παρειών του. Η τελική επιφάνεια της περιοχής κατάχωσης-εξυγίανσης πρόκειται να διαμορφωθεί με κλίση της τάξεως του 1%, ώστε να προσαρμόζεται πλήρως στην ανισοσταθμία που υπάρχει μεταξύ Μεγάλων και Μικρών Προπυλαίων.




Για τον σχεδιασμό της κατάχωσης εκπονήθηκε ειδική γεωτεχνική μελέτη, η οποία το 2020 εγκρίθηκε ομόφωνα από το ΚΑΣ. Λόγω των ανισοσταθμιών που επικρατούν στο σκάμμα και της κατάχωσης μέρους του σκέλους του Πεισιστράτειου τείχους, δεν υπάρχει ένα ενιαίο απαιτούμενο ύψος επίχωσης (κατά τόπους φτάνει έως τα 2.70m, ενώ υπάρχουν περιοχές όπου δεν ξεπερνά το 1.30m). Εφόσον παντού το ύψος των περιμετρικών κατακόρυφων μετώπων υπερβαίνει το 1m, είναι επιβεβλημένη η διαμόρφωσή τους με κατασκευή οπλισμένου επιχώματος. Ως υλικό επίχωσης θα χρησιμοποιηθεί θραυστή άμμος λατομείου η οποία θα συμπυκνώνεται ανά στρώσεις, ενώ, όπου απαιτείται, θα γίνεται ενσωμάτωση κατάλληλων γεωπλεγμάτων.
Η εμφανής τελική στρώση του επιχώματος (και η στρώση εξυγίανσης στο ανατολικό τμήμα της περιοχής) θα έχει πάχος τουλάχιστον 20cm, γαιώδη σύσταση και υφή, και θα αποτελείται από κατάλληλης χρωματικής απόχρωσης κοκκώδες υλικό. Η διαμόρφωση των τελικών όψεων των κατακόρυφων μετώπων θα γίνεται με επίπαση ελαφρώς οπλισμένου ειδικού κονιάματος, μέσου πάχους 5cm. Χάρη στη σύνθεση και τον τρόπο εφαρμογής του, τα μέτωπα θα εναρμονίζονται χρωματικά με την τελική στρώση και θα διαθέτουν όψη και υφή φυσικού εδάφους, προσομοιάζοντας κατά το δυνατόν σε μέτωπα ανασκαφικού ορύγματος.
